Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απολογιζομαι
ἀπολογίζομαι
ἀπο-λογίζομαι
; 1) представлять отчет, отчитываться
ex. (τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.)
ἀ. τὰς προσόδους τῷ δήμῳ Aeschin. — давать отчет народу о государственных доходах
; 2) считать, исчислять
ex. τὰ εἰς ἐνιαυτὸν ἀπολελογισμένα Xen. — годовые расчеты
; 3) причислять
ex. (τι εἴς τι Plat.)
; 4) перечислять
ex. (τὰ ἀδικήματα Polyb.)
; 5) подробно излагать, разъяснять
ex. (τι и περί τινος Polyb.; τίνα τρόπον, πότερον … Plat.)