Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσευχομαι
προσεύχομαι
προσ-εύχομαι
; 1) (тж. προσευχῇ π. NT.) обращаться с молитвой, молить(ся)
ex. (τῷ θεῷ Aesch. и τὸν θεόν Arph.; προσευξάμενοι θεοῖς εὐμενεῖς πέμπειν σφᾶς Xen.)
; 2) просить в молитвах, выпрашивать
ex. (νίκην Xen.; μέ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν NT.)