Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φυταλμιος
φυτάλμιος
φῠτάλμιος
adj.=2 2
; 1) производящий на свет, рождающий
ex. (Ζεύς, Ποσειδῶν, Διόνυσος Plut.)
φυτάλμιοι γέροντες Aesch. — старые родители;
φυτάλμια λέκτρα Eur. — брачное ложе
; 2) врожденный
ex. ἀλαῶν ὀμμάτων φ. Soph. — слепорожденный