Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνεθιζω
ξυνεθίζω
συν-εθίζω
внушать привычку, приучать
ex. (τινά τινι Plat., τινὰ πρός τι Arst. и τινὰ ποιεῖν τι Arst., Dem.)
οὕτως ἤδη συνειθισμένον ἦν Lys. — так уж повелось;
συνεθιστέον — необходимо привыкнуть (τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι Plat.) или необходимо приучить (τινὰ πρός τι и τινὰ ποιεῖν τι Plut.)