Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατανοησις
κατανόησις
κατα-νόησις
-εως ἡ
; 1) наблюдение, внимание
ex. ἡ ἀεὴ σύνοικος κ. Plat. — постоянное наблюдение, пристальное внимание
; 2) объяснение, (ис)толкование
ex. (νοσημάτῶν Plat.; γράμματα πολλέν ἔχοντα τοῦ ἤθους κατανόησιν Plut.)
; 3) мнение
ex. (παρέχειν τινὴ ὑποψίαν τινὰ καὴ κατανόησιν Plut.)