Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περας
πέρᾰς
I
πέρᾰς, ατος τό
; 1) край, предел (πέρατα γῆς Thuc.; τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης NT);
; 2) конец, окончание (τοῦ βίου Dem.; κακῶν Eur.; πάσης ἀντιλογίας NT):
π. ἐπιθεῖναί τινι Arst., Polyb. положить конец чему-л.;
; 3) исполнение, осуществление (ἐλπίδος Luc.);
; 4) филос. конечное, ограниченность (π. καὶ ἄπειρον Plat.);
; 5) высшая точка, верх (δυστυχίας ἁπάσης Plut.).
II
πέρας (τό) adv. наконец, в конце концов Dem., Aeschin., Lys., Polyb.