Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαιω
ἐπικαίω
ἐπι-καίω
атт. ἐπικάω (ᾱ)
; 1) культ. возжигать ex. (πῦρ HH.); сжигать на жертвеннике
ex. (θεῷ μηρία Hom., Hes. - in tmesi)
; 2) обжигать, опалять
ex. (ἀστραπέ ἐπέκαυσε Arst.)
οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. — загоревшие на солнце;
τῷ χρώματι ἐπικεκαυμένος Polyb. — темнокожий, смуглый