Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
απονευω
ἀπονεύω
ἀπο-νεύω
; 1) отклоняться, отворачиваться, поворачивать
ex. (ἐπί τι Polyb. и πρός τι Luc.; εἰς ἑκάτερον μέρος Plut.)
δεξιὸς ἀπονεύων Polyb. — поворачивая направо
; 2) наклоняться
ex. (ὥσπερ οἱ μεθύοντες Plut.)
; 3) склоняться, быть склонным
ex. (πρός τι Arst., Plut.)