Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυμπαρακαλεω
ξυμπαρακαλέω
συμ-παρακᾰλέω
; 1) призывать, приглашать
ex. (ἐπὴ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τέν θήραν Xen.)
σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. — предложить союзникам прислать (своих) послов
; 2) призывать в молитвах
ex. (ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.)
; 3) совместно убеждать, увещевать
ex. (τινα Polyb., Plut.)
; 4) совместно утешать
ex. (συμπαρακληθῆναι διά τινος NT.)