Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλανθανω
ἐκλανθάνω
ἐκ-λανθάνω
эп. ἐκληθάνω (aor. 1 ἐξέλησα - дор. ἐξέλᾱσα, эп. aor. 2 ἐκλέλαθον)
; 1) заставлять совершенно забыть
ex. (τινά τινος Hom. - in tmesi, HH. и τινά τι Hom.)
Ἀΐδας ὁ ἐκλελάθων ( Theocr. - v. l. ἐκλάθων) — погружающий в полное забвение Аид
; 2) med. (aor. 2 ἐξελαθόμην, pf. ἐκλέλησμαι) совершенно забывать
ex. (τινος Hom., Soph., Polyb., Plut., Anth. и τινα или τι Eur., Luc., Plut.)
ἐκλάθετο καταβῆναι Hom. — он забыл, что надо сойти