Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαργυριζω
ἐξαργυρίζω
ἐξ-αργῠρίζω
; 1) превращать в деньги, продавать
ex. (τέν ἑαυτοῦ στρωμνήν Thuc. - v. l. ἐξαργυρόω; οὐσίαν Dem.; οἰκία ἐξαργυρισθεῖσα Plut.; med.: οἶκον Isae.; τὰ πλεῖστα τῆς οὐσίας Plut.)
; 2) med. отнимать деньги, обирать, грабить
ex. (πάντας Polyb.)