Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταστορεννυμι
καταστορέννυμι
κατα-στορέννῡμι
(fut. καταστορέσω) и эп. *καταστόρνῡμι (part. praes. f καστορνῦσα)
; 1) устилать, покрывать
ex. (κάπετον Ἕχτορος λάεσσι Hom.)
; 2) постилать, расстилать
ex. (κώεα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισιν Hom.)
; 3) валить, укладывать, т.е. убивать
ex. (τῶν πολεμίων ἐξακοσίους Her.)
; 4) успокаивать, унимать
ex. (τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τέν πόλιν Plut.; κύματα Anth.)
; 5) выравнивать, т.е. устранять
ex. (ἀνωμαλίαν Plut.)