Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυρωματα
θυρώματα
θῠρώματα
τά
; 1) дверь, преимущ. створчатая
ex. διξὰ θυρώματα Her. — пара дверей, по друг. пара комнат с дверьми
; 2) дверь с дверной рамой Thuc., Lys., Dem., Diod.
ex. ὀροφαὴ καὴ θυρώματα Thuc., Plut. — кровельный и дверной материал
; 3) деревянный щит
ex. (διαφραξαι τὸν τόπον θυρώμασι καὴ πέτροις Diod.)