Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξατμιζω
ἐξατμίζω
ἐξ-ατμίζω
; 1) испарять ex. (τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὰ νάματα Plut.); med.-pass. испаряться
ex. (ἐξατμίζοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
; 2) med.-pass. выдыхаться, улетучиваться
ex. (τῆς θερμασίας ἐξατμισθείσης Plut.)