Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιγαμεω
ἐπιγαμέω
ἐπι-γαμέω
вступать во второй брак
ex. ἡ ἐπιγαμηθεῖσα и ἐπιγεγαμημένη Plut. — вторая жена;
ἐ. πόσει πόσιν Eur. — вторично выходить замуж;
ἐ. μητρυιὰν τοῖς τέκνοις Eur. — вводить в дом мачеху для своих детей