Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αχρηστια
ἀχρηστία
ἀ-χρηστία
ἡ
; 1) ненужная вещь или помеха
ex. (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.)
; 2) бесполезность или неиспользуемость
ex. (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.)
; 3) праздность, безделье
ex. (ἀ. καὴ ἡσυχία Plut.)