Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελευθερια
ἐλευθερία
ион. ἐλευθερίη ἡ
; 1) свобода, свободное состояние
ex. (ὑπόθεσις τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐ., sc. ἐστίν Arst.)
; 2) независимость
ex. (τινός и ἀπό τινος Plat.)
; 3) вольность, разнузданность
ex. (ἀκολασία καὴ ἐ. Plat.)