Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παροινεω
παροινέω
παρ-οινέω (impf. ἐπαρῴνουν, aor. ἐπαρῴνησα, pf. πεπαρῴνηκα; pass.: aor. ἐπαρῳνήθην, pf. πεπαρῴνημαι)
; 1) буйствовать в пьяном виде (παροινήσας καὶ ὀργισθείς Plat.);
; 2) пьянствовать (π. καὶ ἐκβακχεύεσθαι Plut.);
; 3) в пьяном виде оскорблять, обижать (τινα Plut.):
παροινούμενος Dem. подвергшийся насилию со стороны пьяного буяна.