Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μαραινω
μαραίνω
(pf. pass. μεμάρασμαι и μεμάραμμαι)
; 1) тушить, гасить ex. (ἀνθρακιήν HH.); pass. гаснуть, затухать, замирать
ex. (φλὸξ ἐμαρανθη Hom.; μαραίνεται ἡ κίνησις Arst.)
τὸ νοεῖν μαραίνεται Arst. — рассудок слабеет;
πνεῦμα μαραίνεται Plut. — ветер затихает
; 2) изнурять, иссушать, истощать ex. (νόσος μαραίνει με Aesch.); губить, уничтожать
ex. (τινὰ διώγμασι Aesch.; ψυχήν Plat.)
; 3) pass. увядать
ex. (δάφναι μεμαραμμέναι Plut.)
; 4) (о реках) пересыхать
ex. (τοῦ θέρεος Her.)
; 5) перен. сохнуть, чахнуть, угасать, гибнуть
ex. (νόσῳ Eur.)