Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαιτημα
διαίτημα
-ατος τό
; 1) образ жизни
ex. (τὸ καθ΄ ἡμέραν Arst.)
; 2) pl. средства питания
ex. (διαιτήματα πολυτελέστερα Xen.; τὰ περὴ τὸ σῶμα διαιτήματα Plut.)
; 3) pl. быт, уклад жизни Thuc., Xen.