Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεκβαλλω
προσεκβάλλω
προσ-εκβάλλω
; 1) сверх того изгонять
ex. (τινὰ ἀδίκως Dem.)
; 2) кроме того выбрасывать
ex. Τιβέριον Γράκχον φονεύσαντες καὴ τὸν νεκρὸν προσεξέβαλον Plut. — убив Тиберия Гракха, (заговорщики) к тому же выбросили (в реку его) труп