Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προομολογεω
προομολογέω
προ-ομολογέω
(реже med.) заранее соглашаться
ex. (προομολογηθέντος τοῦ ἀντικειμένου Arst.)
προωμολογήσαμεν δέ γε Plat. — мы ведь уже пришли к соглашению;
ἐκ τῶν προωμολογημένων Plat. — согласно прежней договоренности