Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυνεξανιστημι
ξυνεξανίστημι
συν-εξᾰνίστημι
; 1) вместе или одновременно поднимать
ex. (οἱ κιττοὴ τοῖς δένδρεσι περιπλεκόμενοι συνεξανίστανται Plut.)
τούτοις ἅμα συνεξαναστάς ἐπὴ Βέρροιαν ἤλαυνε Plut. — поднявшись вместе с ними, (Пирр) двинулся на Беррею
; 2) одновременно возбуждать
ex. (τοῖς πάθεσι τῆς ψυχῆς Plut.)
; 3) med. (aor. 2 συνεξανέστην и pf. συνεξανέστηκα) восставать, возмущаться
ex. (πρός τι Plut.)
συνεξαναστῆναι τοῖς καιροῖς Polyb. — восстать при благоприятствующих обстоятельствах;
δῆμος ἐνθουσιῶν καὴ συνεξανιστάμενος Plut. — народ, охваченный волнением и восстанием