Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσανεχω
προσανέχω
προσ-ανέχω
(sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать
ex. προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. — сохраняя надежды на помощь;
προσανεῖχον καραδοκοῦντες τέν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. — (римляне) напряженно ждали наступления дня