Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανερευνητος
ἀνερεύνητος
ἀν-ερεύνητος
adj.=2 2
; 1) неисследованный
ex. (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.)
; 2) не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный
ex. (ὀνόματα Plat.)
ἀνερεύνητα (v. l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. — ломать себе голову над тайнами