Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρατηρησις
παρατήρησις
παρα-τήρησις, εως ἡ
; 1) наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.):
τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать;
μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
; 2) высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).