Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκθλιβω
ἐκθλίβω
ἐκ-θλίβω
(ῑ)
; 1) выдавливать, выжимать
ex. (γάλα ἐκθλίβεται Arst.)
ἐκθλίψας τὸ πνεῦμα Plut. — задохнувшись
; 2) вытеснять, выпирать, изгонять
ex. (ἀνάγκη ἐστὴν ἐκθλίβεσθαι τοὺς οπλίτας Xen.; ὑπὸ ψυχροῦ ἐκθλίβεται τὸ θερμόν Arst.; πόνῳ ἐκθλιβομένη ῥᾳθυμία Plut.)