Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλοκη
πλοκή
ἡ
; 1) (с)плетение
ex. (τοῦ δικτύου Arst.)
; 2) ткань
ex. (εὔμιτοι πλοκαί Eur.)
; 3) (о драме) завязка
ex. (π. καὴ λύσις Arst.)
; 4) интрига, козни
ex. ἐμπλέκειν πλοκάς Eur. — строить козни