Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κονιαω
κονιάω
; 1) покрывать известкой, штукатурить, белить
ex. (τὰς ἐπάλξεις Dem.; τὰς ἐπαύλεις Plut.; med. τοὺς ἐγχελεῶνας Arst.)
τάφοι κεκονιαμένοι NT. — повапленные гробы
; 2) покрывать смолой, осмаливать
ex. (ἀγγεῖα κεκονιαμένα Diod.)