Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκτιλλω
ἐκτίλλω
ἐκ-τίλλω
(fut. ἐκτῐλῶ)
; 1) выщипывать, вырывать, выдергивать
ex. (τρίχας, πτερόν Arst.; μίαν τῶν τριχῶν Plut.; ἐκτετιλμένος πώγωνα Anacr.)
; 2) очищать от шелухи
ex. (τὰ κρόμμυα, τέν ὀρίγανον Arst.)
; 3) обрывать
ex. (τέν ῥοδωνιάν Dem.)