Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκφοιταω
ἐκφοιτάω
ἐκ-φοιτάω
ион. ἐκφοιτέω
; 1) часто выходить, уходить, уезжать
ex. (ἐπὴ θήρην и ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Her.; ἐς ἅρματα βαίνων ἐκφοιτᾷ Eur.)
; 2) (о слухах, вестях и т.п.) распространяться, расходиться
ex. (οὗτος ὁ λόγος ἐξεφοίτησεν εἰς τοὺς Ἕλληνας Plut.)