Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
στειβω
στείβω
(преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)
; 1) топтать, попирать
ex. (νέκυας Hom.)
κέλευθον ποδὴ σ. Eur. — идти по дороге
; 2) втаптывать
ex. (εἵματα ἐν βόθροισι Hom.)
; 3) утаптывать
ex. (ποσί τι Anth.)
οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. — большие дороги
; 4) ходить, бродить ex. (κατὰ πέτρης κάρηνα HH.); мчаться, нестись
ex. (κύνες στείβουσι Eur.)