Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαπορθεω
διαπορθέω
δια-πορθέω
; 1) разрушать дотла, разорять, опустошать
ex. (Λυρνησσὸν καὴ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται πόλις Eur.)
; 2) уничтожать, губить
ex. (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.)
ᾤχωκ΄, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph. — я безвозвратно погиб(ла)