Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταψυχω
καταψύχω
κατα-ψύχω
(ῡ) (aor. pass. κατεψύχθην и κατεψύγην)
; 1) охлаждать
ex. (τέν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arst.)
; 2) освежать
ex. (τέν γλῶσσάν τινος NT.)
; 3) иссушать
ex. (χώρα ἄδενδρος καὴ κατεψυγμένη Plut.)
; 4) перен. охлаждать, унимать
ex. (πῆξαι καὴ καταψύξαι τινά Plut.)