Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσταζω
ἀποστάζω
ἀπο-στάζω
(aor. ἀπέσταξα)
; 1) лить по каплям, изливать
ex. (δακρύων αἰδῶ Aesch.; ἀμβροσίαν ἐς στῆθος Theocr.; перен. μελιηδέα φωνήν Anth.)
; 2) литься каплями, струиться
ex. (χρυσὸς ἀποστάζει τῶν λόγων Luc.)
; 3) утихать
ex. (μανίας ἀποστάζει μένος Soph.)