Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
επονειδιστος
ἐπονείδιστος
ἐπ-ονείδιστος
adj.=2
2
постыдный, позорный
ex. (ἐπονείδιστόν τι λέγειν
Eur.
; ἀμαθία
Plat.
; εἰρήνη
Isocr.
; ἡδονή
Arst.
; αἰσχρὸς καὴ
ἐ.
Plut.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,