Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαυγεια
διαύγεια
δι-αύγεια
ἡ
; 1)
просвечивание, свечение
ex. (μαρτυρία τῆς θερμότητος
ἡ
δ.
Plut.
)
; 2)
просвет, отверстие
ex. (κατὰ μέσην τέν ὀροφέν ἀπολελειμμένη
δ.
Diod.
)