Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γεμιζω
γεμίζω
; 1) нагружать
ex. (ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἡ ναῦς γεγεμισμένη Dem.)
μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. — нагруженные (добычей) пчелы
; 2) наполнять
ex. (λέβητας σποδοῦ Aesch.)
γεμισθεὴς ποτὴ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. — наевшийся до отвала;
οἶνον ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. — полный мыслей о вине