Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκφοινισσω
ἐκφοινίσσω
ἐκ-φοινίσσω
обагрять кровью
ex. (τινά Eur.)
βωμὸς Ἑλληνικαῖσιν ἐξεφοινίχθη ῥοαῖς Eur. — алтарь обагрился кровью греков;
ἐκφοινίσσεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Arst. — иметь налитые кровью глаза