Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεγγραφω
παρεγγράφω
παρ-εγγράφω (ᾰφ)
; 1) приписывать, надписывать (τὸ αὑτοῦ ὄνομα Plat.; τὸν στίχον τοῦτον Plut.);
; 2) незаконно вписывать, вставлять (τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.; ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc.);
незаконно зачислять (παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.).