Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταπλεως
κατάπλεως
κατά-πλεως
adj.=2 2 , v. l. κατάπλεος adj.=2 2 и adj.=3 3
переполненный, изобилующий
ex. (ὀργάνων παντοδαπῶν Plut.)
πολλῶν ἀκοντισμάτων κ. Plut. — пронзенный множеством копий;
κ. γῆς καὴ αἵματος Xen. — весь в земле (грязи) и в крови