Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκατασκηπτω
ἐγκατασκήπτω
ἐγ-κατασκήπτω
; 1) бросать, метать
ex. (βέλος κεραυνοῦ Soph.)
; 2) обрушивать
ex. (κακὰ Πέρσαις Aesch.)
; 3) (об эпидемии) поражать, вспыхивать
ex. (ἐγκατασκῆψαι περὴ Λῆμνον καὴ ἐν ἄλλοις χωρίοις Thuc.)