Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κιχρημι
κίχρημι
(fut. χρήσω, aor. ἔχρησα, pf. κέχρηκα; med.: praes. κίχραμαι, impf. ἐκιχράμην, aor. ἐχρησάμην с ᾰ) одалживать, давать в долг ex. (τινί τι Her., Arph., Plat., Dem., Plut.); med. просить или брать в долг
ex. (τι παρά τινος Plut. и τί τινι Luc.)