Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακροτεω
διακροτέω
δια-κροτέω
; 1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части
ex. (ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.)
; 2) перен. пробивать, протыкать
ex. (τινα Eur.)
; 3) сбивать
ex. (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.)