Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εργατικος
ἐργατικός
ἐργᾰτικός
adj.=3 3
; 1) (лично) работающий, занимающийся физическим трудом
ex. (οὐκ αὐτὸς ἐ. ἀρχιτέκτων Plat.)
; 2) трудолюбивый, деятельный
ex. (ἐ. καὴ ζητητικός Plat.; τὸ τῶν μυρμήκων γένος Arst.; δοῦλος Plut.)
ἐ. ποταμός Her. = ὁ Νεῖλος