Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ηνιοχεω
ἡνιοχέω
ἡνι-οχέω
дор. ἁνιοχέω
; 1) управлять вожжами, править
ex. (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.)
κελεύσματι μόνον καὴ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. — (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения
; 2) управлять, направлять
ex. (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.)
σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. — исполнилось три года