Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευπρεπεια
εὐπρέπεια
εὐ-πρέπεια
ἡ
; 1) красивый вид, красота, изящество
ex. (σώματος Aeschin.; ψυχῆς Polyb.)
δι΄ εὐπρέπειαν Plut. — чтобы скрасить (неприятность)
; 2) видимость истины
ex. (ἔχειν εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Plat.)
εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc., Plut. — под благовидным предлогом