Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καταφοιταω
{*}καταφοιτάω
κατα-φοιτάω
ион.
καταφοιτέω
сходить вниз, спускаться
ex. (καταφοιτέοντες οἱ λέοντες τὰς νύκτας καὴ λείποντες τὰ σφέτερα ἤθεα
Her.
)
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,