Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επεισπιπτω
ἐπεισπίπτω
ἐπ-εισπίπτω
ион. ἐπεσπίπτω (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)
; 1) врываться, вторгаться
ex. (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.)
; 2) нападать
ex. (τινί Xen., Plut.)
; 3) падать, поражать
ex. (βρονταί τε καὴ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.)