Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενδοσις
ἔνδοσις
ἔν-δοσις
-εως ἡ
; 1) ослабление
ex. (παθῶν, τόνου Plut.)
; 2) смягчение, ремиссия
ex. (πυρετοῦ Plut.)
; 3) воен. передышка
ex. (βραχείας ἐνδόσεως γενομένης Polyb.)
; 4) (в музыке) подача тона или знака
ex. (εἰς κίνησιν μίαν Arst.)